ζώννυμι/ζωννύω

ζώννυμι/ζωννύω
+ V 4-6-5-3-2=20 Ex 29,9; Lv 8,7.13; 16,4; JgsB 18,11
A: to gird with [τινά τινι] Is 3,24; id. [τί τινι] 2 Mc 10,25; id. [τινά τι] 1 Sm 17,39; to gird [τι] Jb 38,3 M: to gird oneself with [τι] 1 Sm 25,13; to gird upon [τι ἐπί τι] 1 Kgs 20(21),27
P: to be girded with [τι] JgsΒ 18,11; id. [τινι] 1 Mc 6,37; to have (one’s loins) girded with sth [τί τινι] (metaph.) Is 11,5; to be girded with sth upon (one’s loins) [τι ἐπί τι] Ez 23,15
ζώσεις αὐτοὺς ταῖς ζώναις you will gird them with girdles Ex 29,9; ἔζωσεν αὐτὸν τὴν ζώνην he girded him with the girdle Lv 8,7; ζώνῃ λινῇ ζώσεται he shall gird himself with a linen girdle Lv 16,4
Cf. HELBING 1928, 47
(→ἀναζώννυμι/ζωννύω, περιζώννυμι/ζωννύω, συ-, ὑποζώννυμι/ζωννύω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζώννυμι — και ζωννύω (AM) βλ. ζώνω …   Dictionary of Greek

  • ζωννύω — ζώννυμι gird pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • προζωννύω — μέσ. προζώννυμαι, Α ζώνω κάποιον από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζώννυμι / ζωννύω «ζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσζώννυμι — και προσζωννύω Α [ζώννυμι / ζωννύω / ζώνω] ζώνω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”